Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρασταίνω
1 item total
παρασταίνω [parasténo] -ομαι Ρ αόρ. παράστησα, απαρέμφ. παραστήσει, παθ. αόρ. παραστάθηκα, απαρέμφ. παρασταθεί : (προφ.) παριστάνω.

[αρχ. παρίστημι `παρουσιάζω΄ μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. παραστησ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go