Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρασημοφορώ
1 item total
παρασημοφορώ [parasimoforó] -ούμαι Ρ10.9 : απονέμω σε κπ. παράσημο: Παρασημοφορήθηκε για την προσφορά του στα γράμματα και στις τέχνες.

[λόγ. παράσημ(ον) -ο- + -φορώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go