Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παρασημοφορώ [parasimoforó] -ούμαι Ρ10.9 : απονέμω σε κπ. παράσημο: Παρασημοφορήθηκε για την προσφορά του στα γράμματα και στις τέχνες.
[λόγ. παράσημ(ον) -ο- + -φορώ]



