Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλυσ
2 εγγραφές [1 - 2]
παράλυση η [parálisi] Ο33 : 1. (ιατρ.) εξασθένηση, μείωση ή απώλεια της ικανότητας για κίνηση λόγω βλάβης των νευρικών ινών ή των μυών (μέλους) του σώματος: Mερική / γενική ~. ~ της καρδιάς / των άνω / κάτω άκρων. Tρομώδης ~, η νόσος του Πάρκινσον. 2. (μτφ.) η χαλάρωση, η αποδιοργάνωση, η νέκρωση της λειτουργίας χώρων ή τομέων εργασίας, δραστηριοτήτων, κινήσεων κτλ.: H ~ του κρατικού μηχανισμού / των δημόσιων υπηρεσιών. Οι απεργίες δημιούργησαν χάος και ~ στις συγκοινωνίες.

[λόγ.: 1: ελνστ. παράλυ(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. paralysie (δες στο παραλυσία)]

παραλυσία η [paralisía] Ο25 : χαλάρωση, έκλυση των ηθών, ανήθικη, ακόλαστη ζωή ή συμπεριφορά: Zούμε σε εποχή ηθικής παραλυσίας.

[λόγ. < γαλλ. paralysie < λατ. paralys(is) < ελνστ. παράλυσ(ις) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες