Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρακινώ
1 item total
παρακινώ [parakinó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : με κατάλληλα λόγια ή συμπεριφορές ενθαρρύνω, προτρέπω κπ. να κάνει κτ.: Tον παρακίνησα να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Ξεκίνησε την επιχείρηση παρακινημένος από τον πατέρα του. || (για καταστάσεις, συνθήκες) οδηγώ, ενθαρρύνω, πιέζω κπ. να κάνει κτ.: Διέπραξε την κλοπή παρακινημένος από την ανέχεια.

[λόγ. < αρχ. παρακινῶ `εξάπτω, ερεθίζω΄ & σημδ. γαλλ. inciter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go