Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παραδοξότητα
1 item total
παραδοξότητα η [paraδoksótita] Ο28 : η ιδιότητα του παράδοξου. || παράδοξο συμβάν, γεγονός.

[λόγ. < ελνστ. παραδοξότης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go