Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παραγκούπολη η [paraŋgúpoli] Ο33 : οικισμός από οικήματα πρόχειρης, κακής κατασκευής: Γύρω από τα αστικά κέντρα ξεφύτρωσαν παραγκουπόλεις χωρίς φως και νερό.
[λόγ. παράγκ(α) + -ούπολη]