Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραγίνομαι [parajínome] Ρ αόρ. παράγινα και παραέγινα και (οικ., σπάν.) παραγίνηκα, απαρέμφ. παραγίνει και (οικ., σπάν.) παραγενεί, μππ. παραγινωμένος : 1. γίνομαι κτ., αποκτώ μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό, πέρα από το μέτρο, από το κανονικό: Tο δέντρο παράγινε ψηλό. Παράγινε ιδιότροπος / ενοχλητικός. || (έκφρ.) παράγινες πια!, έγινες, κατάντησες ανυπόφορος. παράγινε το κακό, ξεπέρασε κάθε (επιτρεπτό) όριο. παράγινε το αστείο, όταν κάποια συζήτηση ή κατάσταση έχει εκτραπεί από την απαιτούμενη σοβαρότητα, την ευπρέπεια, τη δεοντολογία. 2. (για καρπούς) παραωριμάζω: Παράγιναν τα σύκα. Παραγινωμένο καρπούζι / πεπόνι / αχλάδι.
[παρα- 2 + γίνομαι (διαφ. το αρχ. παραγί(γ)νομαι `παρίσταμαι΄)]