Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραβολή
3 εγγραφές [1 - 3]
παραβολή 1 η [paravolí] Ο29 : η τοποθέτηση ενός πράγματος δίπλα σε ένα άλλο με σκοπό τον παράλληλο έλεγχο ή τη σύγκριση (για τη διαπίστωση ομοιοτήτων, διαφορών κτλ.): Έκανα ~ του χειρογράφου με το δακτυλόγραφο, αντιπαραβολή.

[λόγ. < αρχ. παραβολή]

παραβολή 2 η : αλληγορική διήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, που περιέχουν ηθικά, πνευματικά ή θρησκευτικά διδάγματα: H ~ του άσωτου υιού / του Tελώνη και του Φαρισαίου. Ο Xριστός δίδασκε συχνά με παραβολές.

[λόγ. < ελνστ. παραβολή, αρχ. σημ.: δες παραβολή 1]

παραβολή 3 η : (μαθημ.) είδος ανοιχτής επίπεδης καμπύλης γραμμής: Εστία / τόξο / άξονας παραβολής.

[λόγ. < ελνστ. παραβολή, αρχ. σημ.: δες παραβολή 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες