Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράρτημα
1 εγγραφή
παράρτημα το [parártima] Ο49 : καθετί που προσαρτάται, που προστίθεται ή που υπάγεται σε κτ. άλλο κύριο, κεντρικό ως συμπλήρωμα, επέκταση, προσθήκη κτλ.: Ένα κεντρικό κατάστημα με παραρτήματα σε όλη τη χώρα. Tοπικό ~ μιας οργάνωσης. Tο νέο κτίριο λειτουργεί ως ~ του A' Λυκείου. || ενσωματωμένο ή ξεχωριστό τμήμα εντύπου (βιβλίου, λεξικού, εγκυκλοπαίδειας κτλ.), που περιέχει συμπληρωματικά στοιχεία: Στο ~ του βιβλίου δημοσιεύονται πίνακες, διαγράμματα και φωτογραφίες. H αλληλογραφία Mαρξ και Ένγκελς κυκλοφόρησε σε ξεχωριστό τόμο, ως ~ της έκδοσης των απάντων τους. || ~ εφημερίδας, έκτακτη έκδοση, μετά την κανονική, που περιέχει πληροφορίες, ειδήσεις για πάρα πολύ πρόσφατα και σημαντικά γεγονότα: Στο ~ διαβάσαμε την αιφνίδια παραίτηση της κυβέρνησης.

[λόγ. < ελνστ. παράρτημα `προσάρτημα, συμπλήρωμα΄ & σημδ. γαλλ. supplément, annexe]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες