Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παράκαμψη
1 item total
παράκαμψη η [parákampsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρακάμπτω. 1. προσπέραση, αποφυγή (ενός εμποδίου, τμήματος δρόμου, τόπου κτλ.) με κατάλληλες κινήσεις: Aνοίχτηκε ένας δρόμος για την ~ του βουνού. Mε την περιφερειακή οδό επιτεύχθηκε η ~ του κέντρου της πόλης. || ο παρακαμπτήριος δρόμος, ο τόπος όπου αυτός βρίσκεται: H σύγκρουση των αυτοκινήτων έγινε λίγο μετά την ~. 2. (μτφ.) αποφυγή με κατάλληλο τρόπο, με επιδέξιο χειρισμό ενός εμποδίου, μιας δυσκολίας, ενός προβλήματος: Οι συζητήσεις αποσκοπούν στην ~ των δυσκολιών / των προβλημάτων.

[λόγ. παρακάμπ(τω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. déviation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go