Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπαδίτσα
1 εγγραφή
παπαδίτσα η [papaδítsa] Ο25α : 1. είδος μικρού εντόμου ημισφαιρικού σχήματος, που έχει έλυτρα συνήθ. κόκκινα με μαύρες βούλες. 2. ονομασία διάφορων φυτών. 3. ονομασία διάφορων πουλιών.

[παπαδ- (παπάς) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες