Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παντοδυναμία η [pandoδinamía] Ο25 : η ιδιότητα του παντοδύναμου· το να είναι κάποιος παντοδύναμος, να έχει απόλυτη ή μεγάλη δύναμη: H ~ του Θεού. H ~ των μέσων μαζικής ενημέρωσης / του τύπου.
[λόγ. παντοδύναμ(ος) -ία]



