Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παντοδυναμία
1 item total
παντοδυναμία η [pandoδinamía] Ο25 : η ιδιότητα του παντοδύναμου· το να είναι κάποιος παντοδύναμος, να έχει απόλυτη ή μεγάλη δύναμη: H ~ του Θεού. H ~ των μέσων μαζικής ενημέρωσης / του τύπου.

[λόγ. παντοδύναμ(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go