Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παντζούρι
1 item total
παντζούρι το [pandzúri] Ο44 : το εξωτερικό (και συνήθ. ξύλινο) φύλλο παραθύρου: Άσπρα σπιτάκια με κόκκινα παντζούρια.

[τουρκ. pancur (από τα περσ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go