Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανεπιστήμιο
2 εγγραφές [1 - 2]
πανεπιστήμιο το [panepistímio] Ο40 : 1.ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο διδάσκονται, κατά σχολές ή τμήματα, διάφορες επιστήμες: Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Επαρχιακά / περιφερειακά πανεπιστήμια. Οι σχολές / τα τμήματα ενός πανεπιστημίου. Ο πρύτανης ενός πανεπιστημίου. Kαθηγητής πανεπιστημίου. Tα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Aνοιχτό ~, ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα το οποίο παρέχει πτυχίο σε φοιτητές ανεξαρτήτως ηλικίας, δι΄ αλληλογραφίας ή με φοίτηση, και που η εισαγωγή σε αυτό δεν προϋποθέτει εξετάσεις. || το κτίριο ή το συγκρότημα κτιρίων στο οποίο στεγάζεται ένα τέτοιο ίδρυμα. || το σύνολο των φοιτητών και των διδασκόντων σε ένα πανεπιστήμιο: Kινητοποιήσεις του πανεπιστημίου. 2. (μτφ.) περιβάλλον όπου το άτομο αποκτά εμπειρίες πολύτιμες για τη ζωή του: Tα χρόνια που πέρασε στα ξένα, οι εμπειρίες που απέκτησε, ήταν για αυτόν ένα μεγάλο ~.

[λόγ. παν- + επιστήμ(η) -ιον με βάση το ελνστ. πανεπιστήμων μτφρδ. μσνλατ. universitas `σύνδεσμος επιστημόνων΄]

πανεπιστημιούπολη η [panepistimiúpoli] Ο33 : ενιαίος χώρος στον οποίο βρίσκονται οι κάθε είδους κτιριακές εγκαταστάσεις των σχολών ενός πανεπιστημίου.

[λόγ. πανεπιστήμι(ον) + -ούπολη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες