Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανελλήνιο
2 εγγραφές [1 - 2]
πανελλήνιο το [panelínio] Ο40 : το σύνολο των Ελλήνων, όλοι γενικώς οι Έλληνες: Είναι γνωστός στο ~ / ανά το ~, σε πανελλήνια κλίμακα, πανελληνίως. Γελά το ~ με τα καμώματά του, όλος ο κόσμος.

[λόγ. < ελνστ. Πανελλήνιον ναός του Πανελλήνιου Δία (η σημ. κατά το πανελλήνιος)]

πανελλήνιος -α -ο [panelínios] Ε6 : που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους γενικά τους Έλληνες ή σε όλη την Ελλάδα· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το τοπικός ή άλλο επίθετο που εμπεριέχει έννοια τοπικού περιορισμού). α. που συμμετέχουν σ΄ αυτόν άνθρωποι από όλες γενικά τις περιοχές της Ελλάδας: Πανελλήνιο συνέδριο. Πανελλήνια οργάνωση. Πανελλήνιοι αγώνες στίβου. β. που συμβαίνει, γίνεται κτλ. σε όλη γενικώς την Ελλάδα: Πανελλήνια απεργία. Πανελλήνιες εξετάσεις. Πανελλήνια έθιμα. || Πανελλήνια απήχηση. || που συμμετέχει σ΄ αυτόν το σύνολο των Ελλήνων: ~ εορτασμός. Πανελλήνιο πένθος. Πανελλήνια συγκίνηση. (επιρρ. έκφρ.) σε πανελλήνια κλίμακα, σε όλη την Ελλάδα. γ. (ως ουσ.) το πανελλήνιο*. πανελληνίως & πανελλήνια ΕΠIΡΡ σε όλη την ελληνική επικράτεια: Έγινε ~ γνωστός.

[λόγ. < γαλλ. panhellénien `που αναφέρεται σε ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα΄ < pan- = παν- + Hellèn(e) < αρχ. *Ελλην -ιος, κατά τη σημ. του γαλλ. panhellénique `που αναφέρεται σε όλους τους νεότερους Έλληνες΄ (σύγκρ. ελνστ. Πανελλήνιος επίθ. του θεού Δία ως προστάτη των Πανελλήνων)· λόγ. πανελλήνι(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες