Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πανανθρώπινος
1 item total
πανανθρώπινος -η -ο [pananθrópinos] Ε5 : που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, σε όλη την ανθρωπότητα· (πρβ. παγκόσμιος, οικουμενικός): Πανανθρώπινα και αιώνια σύμβολα. Tο πανανθρώπινο ιδανικό της ειρήνης. H πανανθρώπινη γλώσσα της ποίησης.

[λόγ. παν- + ανθρώπινος μτφρδ. αγγλ.(;) panhuman]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go