Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πανίσχυρος
1 item total
πανίσχυρος -η -ο [panísxiros] Ε5 : που έχει πολύ μεγάλη δύναμη (οικονομική, πολιτική κτλ.), που είναι απόλυτα ισχυρός: ~ ηγέτης. Πανίσχυρο κράτος / στράτευμα. Πανίσχυρες δυνάμεις. Πανίσχυρα επιχειρήματα.

[λόγ. < ελνστ. πανίσχυρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go