Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανέμορφος
1 εγγραφή
πανέμορφος -η -ο [panémorfos] Ε5 : πάρα πολύ όμορφος, όμορφος από κάθε άποψη· ωραιότατος: Πανέμορφη κοπέλα. Πανέμορφα μάτια. Πανέμορφο τοπίο.

[μσν. πανεύμορφος με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < παν- + εύμορφος (δες στο έμορφος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες