Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλμογράφος
1 εγγραφή
παλμογράφος ο [palmoγráfos] Ο18 : όργανο που μετρά και καταγράφει αυτόματα παλμικές κινήσεις ή παλμούς.

[λόγ. παλμ(ός) -ο- + -γράφος μτφρδ. γαλλ. oscillographe (-graphe = -γράφος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες