Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλιατζούρα η [paladzúra] Ο25α : πράγμα παλιό, πολύ φθαρμένο και χωρίς αξία· παλιατσαρία: Tι τις φυλάς και δεν τις πετάς αυτές τις παλιατζούρες; || σύνολο παλιών, φθαρμένων και άχρηστων πραγμάτων: Mάζεψε όλη την ~.
[παλιατζ(ής) -ούρα]