Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλεύω [palévo] -ομαι στη σημ. 3 Ρ5.2 : 1.αγωνίζομαι εναντίον κάποιου σώμα με σώμα, για να τον ρίξω και να τον ακινητοποιήσω στο έδαφος: Παλεύουμε να δούμε ποιος απ΄ τους δυο μας είναι δυνατότερος; 2. (μτφ.) α. μάχομαι, πολεμώ, αγωνίζομαι απεγνωσμένα εναντίον αντιπάλων ή αντίξοων συνθηκών: Πάλεψαν με τη μοίρα τους. Παλεύει με τα κύματα. ΦΡ ~ με το θάνατο*. β. καταβάλλω έντονη προσπάθεια για να πετύχω κτ.: Παλεύει να βγάλει το ψωμί του, εργάζεται κοπιαστικά. Παλεύει να φτιάξει κάτι. Πάλεψα να τον πείσω, αλλά αυτός δεν έλεγε ν΄ αλλάξει γνώ μη. 3. (προφ., παθ.) για ό,τι υπάρχει πιθανότητα να το αντιμετωπίσει κανείς με επιτυχία: Mην εγκαταλείπεις την προσπάθεια· η υπόθεση παλεύε ται ακόμα.
[μσν. παλεύω < πάλ(η) -εύω]



