Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πακιστανικός
1 item total
πακιστανικός -ή -ό [pakistanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Πακιστάν ή στους Πακιστανούς ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Πακιστανική κυβέρνηση / πρωτεύουσα.

[λόγ. Πακιστάν < αγγλ. Ρakistan -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go