Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παγώνω [paγóno] Ρ1α μππ. παγωμένος : 1.(για νερό ή άλλο υγρό) α. μεταβάλλομαι σε πάγο, σε στερεά μορφή, κάτω από την επίδραση χαμηλής θερμοκρασίας: Tο νερό παγώνει στους μηδέν βαθμούς. Γλιστρούσαν πάνω στα παγωμένα νερά της λίμνης. Tο χειμώνα η λίμνη πάγωνε. Tο χιόνι είχε παγώσει και γλιστρούσαμε επικίνδυνα. || σκεπάζομαι με πάγο: Ο δρόμος είχε παγώσει. β. μεταβάλλω σε πάγο: Tο κρύο πάγωσε το νερό της λίμνης. (έκφρ.) το πάγωσε / θα το παγώσει, για παγωνιά. 2. (για ποτά ή τρόφιμα) υποβάλλομαι σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, ψύχομαι και αποκτώ πολύ χαμηλή θερμοκρασία· γίνομαι πολύ κρύος: Mην πίνεις παγωμένο νερό. Bάλε τις μπίρες στο ψυγείο να παγώσουν. Tο άσπρο κρασί σερβίρεται κρύο ή, καλύτερα, παγωμένο, ποτέ όμως ζεστό. Mόλις το έβγαλα από το ψυγείο, είναι ακόμα παγωμένο. || (με υπερβολή): Ελάτε στο τραπέζι· θα παγώσει η σούπα, θα κρυώσει. || (ειδικότ.) για φρούτα που έχουν διατηρηθεί σε ψυγείο (όχι όμως κατεψυγμένα): Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα όψιμα πορτοκάλια από τα παγωμένα, τα διατηρημένα σε ψυγείο. 3. (για φυτά) υφίσταμαι τη βλαπτική επίδραση δυνατού ψύχους· (πρβ. καίγομαι): Tο χειμώνα σκέπαζε τα λουλούδια για να μην παγώσουν. || Tο δυνατό ψύχος πάγωσε τις αμυγδαλιές. 4. (για άνθρ. ή ζώο) υποφέρω εξαιτίας δυνατού ψύχους, κρυώνω πολύ· ξυλιάζω, ξεπαγιάζω: Kλείσε το παράθυρο, γιατί θα παγώσουμε. Πάγωσαν τα χέρια μας. || Ο αέρας πάγωνε το πρόσωπό μας. 5. (για άνθρ., μτφ.) κυριεύομαι από ένα ξαφνικό και έντονο συναίσθημα φόβου, τρόμου, κατάπληξης: Πάγωσα, μόλις αντίκρισα το φρικτό θέαμα. ΦΡ παγώνει το αίμα* μου / το αίμα στις φλέβες μου. || Mε πάγωσε η ματιά του. 6. (μππ., μτφ.) που είναι χωρίς ζωή, χωρίς ανθρώπινο συναίσθημα· παγερός: Παγωμένο βλέμμα. 7. (μτφ.) α. μένω σε σταθερό σημείο, δε μεταβάλλομαι, ή κρατώ κτ. σε σταθερό σημείο, δεν επιτρέπω μεταβολή του: Παγώνουν από αύριο τα ενοίκια κατοικιών. || H κυβέρνηση πάγωσε τις τιμές και τους μισθούς. || Πάγωσαν οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, έπαψαν να είναι φιλικές. β. για ενέργεια ή δραστηριότητα που σταματάει, διακόπτεται: Πάγωσαν οι διαπραγματεύσεις. Παγώνει μια διαδικασία. || (οικον.) για τη διάθεση χρηματικού ποσού που σταματάει ή διακόπτεται: Παγώνουν οι τραπεζικές καταθέσεις. Παγωμένες πιστώσεις.
[μσν. παγώνω < ελνστ. παγ(ῶ) -ώνω (< πάγος)]



