Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παγοδρόμος
1 item total
παγοδρόμος ο [paγoδrómos] Ο18 θηλ. παγοδρόμος [paγoδrómos] Ο35 : αθλητής παγοδρομίας: Nικήτρια αναδείχτηκε η ομάδα των Φινλανδών παγοδρόμων. || (γενικότ.) αυτός που παγοδρομεί.

[λόγ. πάγ(ος) -ο- + -δρόμος μτφρδ. γερμ. Εisläufer· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go