Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παγιώνω [pajióno] -ομαι Ρ1 : κάνω να γίνει κτ. πάγιο, σταθερό, αμετάβλητο: ~ τη θέση μου / την εξουσία μου, την ισχυροποιώ ώστε να είναι αδύνατο να εξασθενίσει ή να καταργηθεί· (πρβ. εδραιώνω). || Παγιωμένες απόψεις.
[λόγ. < ελνστ. παγι(ῶ) -ώνω `επιβεβαιώνω΄ & σημδ. γαλλ. affermir, conso lider]



