Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παγίδευση η [pajíδefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παγιδεύω, ιδίως: 1. αποκλεισμός (ζώου ή ανθρώπου) σε περιορισμένο χώρο με αποτέλεσμα τη σύλληψή του: H ~ του ζώου / του αντιπάλου. || (μτφ.): Δελεαστικές προσφορές για την ~ των αγοραστών. 2. τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού μέσα σε όχημα, αντικείμενο κτλ. που δε δημιουργεί υποψίες, με σκοπό να προκληθεί ξαφνική έκρηξη: H ~ του αυτοκινήτου πρέπει να έγινε κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[λόγ. παγιδεύ(ω) -σις > -ση]



