Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παίρνω
1 εγγραφή
παίρνω [pérno] -ομαι Ρ αόρ. πήρα, απαρέμφ. πάρει, παθ. αόρ. πάρθηκα, απαρέμφ. παρθεί, μππ. παρμένος : I1.πιάνω κτ. με το χέρι / με τα χέρια μου: α. για να το χρησιμοποιήσω: ~ το στιλό / το μολύβι / το τετράδιο για να γράψω. ~ ένα βιβλίο για να διαβάσω. Πήρε το μαχαίρι κι έκοψε μια φέτα ψωμί. Πήρε μια πέτρα και τον χτύπησε. Πάρε την αλοιφή από την τσάντα μου και βάλε λίγη στο πρόσωπό σου. β. για να το κρατήσω: ~ ένα μπαλόνι / μια λαμπάδα. || (για πρόσ.): Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. γ. για να το έχω και να το μεταφέρω μαζί μου: ~ τα κλειδιά μου / λεφτά από το συρτάρι / ένα καθρεφτάκι στην τσάντα μου. Σηκώθηκε, πήρε την ομπρέλα του κι έφυγε. Πήρε το γράμμα για να το ρίξει στο γραμματοκιβώτιο. Πήρες μαζί σου την ταυτότητά σου; || (για πρόσ.): Πήρε το παιδί από το χέρι, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε μέσα στη νύχτα. δ. για να το μετακινήσω από μια θέση σε μια άλλη: Πάρτε τη βαλίτσα από το διάδρο μο. Πήρε το κιβώτιο και το ανέβασε στο πατάρι. ε. για να το φάω ή να το πιω: Πάρτε ένα σοκολατάκι / ένα λικέρ. || (γενικότ.) τρώω ή πίνω: Πάρτε ένα μεζέ. Πάρε και λίγο ψητό. Tι θα πάρετε; καφέ ή αναψυκτικό; Πήρες πρωινό; || (για φάρμακα και άλλες ουσίες) εισάγω στον οργανισμό μου: Πάρε μια ασπιρίνη. ~ ναρκωτικά. 2. για κτ. που περιέρχεται στην κατοχή μου. α. αγορά ζω, προμηθεύομαι: Πήρα καινούριο κουστούμι / αυτοκίνη το. Πήρε ένα τσουβάλι αλεύρι. Πρέπει να πάρουμε πετρέλαιο το συντομότερο. || (επέκτ.) αγοράζω κτ. και το χαρίζω σε κπ.: Mου πήρε ένα χρυ σό ρολόι. Tι θα μου πάρεις από το Παρίσι; β. παραλαμβάνω κτ. που στέλνει σ΄ εμένα κάποιος άλλος: Έχω καιρό να πάρω γράμμα σου. Πήρα το δώρο (που μου στείλατε) και σας ευχαριστώ. γ. για χρήματα: γ1. πληρώνομαι, αμείβομαι, κερδίζω: Πόσα παίρνεις το μήνα; Tι μισθό παίρνεις; Mπορεί να μην κερδίζει πολλά στο προπό αλλά κάθε τόσο κάτι παίρνει. γ2. εισπράττω: Aπό τα ενοίκια παίρνει εκατό χιλιάδες το μήνα. || κάνω ανάληψη: Πήρα από την τράπεζα ένα εκατομμύριο για τις πληρωμές του προσωπικού. δ. κάνω κτ. δικό μου, το οικειοποιούμαι· κλέβω: Tου πήραν το πορτοφόλι. Διέρρηξαν το σπίτι μας και μας πήραν εκατό χιλιάδες. Άνοιξαν την αποθήκη και πήραν όπλα. Tου πήραν το αυτοκίνητο μέσα από το γκαράζ. ε. (μτφ.) εκπορθώ, καταλαμβάνω, κυριεύω: Ο εχθρός πήρε το κάστρο. Οι Tούρκοι πήραν την Πόλη το 1453. 3. (για μεταφορικό, συγκοινωνιακό μέσο) χρησιμοποιώ για μετακίνηση: Ποιο λεωφορείο παίρνουμε για το σπίτι σου; Aν πάρεις το πρωινό τρένο θα φτάσεις πριν από το μεσημέρι. II. για πρόσωπο: 1α. έχω κπ. μαζί μου, με συνοδεύει κάποιος: Mη με αφήνεις μόνο, πάρε με μαζί σου, παρακάλεσε. β. παραλαμβάνω κπ. από κάπου: Θα έρθω στο αεροδρόμιο να σε πάρω. Θα περάσω να σε πάρω από το θέατρο / από το σπίτι, θα συναντηθούμε εκεί και θα φύγουμε μαζί. 2. προσλαμβάνω: Πήρε δύο υπαλλήλους. Πήραν πολλούς στο δημόσιο τα τελευταία χρόνια. Tην πήρε για γραμματέα του. 3. (προφ.) παντρεύομαι, νυμφεύομαι: Πήρε ένα συγχωριανό της. Tόσα χρόνια είχαν δεσμό αλλά στο τέλος δεν την πήρε. III. σε χρήσεις όπου η σημασία του εξαρτάται κυρίως από το αντικείμενο ή γενικότερα από τα συμφραζόμενα. 1. με ουσιαστικό σχηματίζει περιφράσεις που ισοδυναμούν με το ομόρριζο ρήμα: ~ την απόφαση, αποφασίζω. ~ εκδίκηση, εκδικούμαι. ~ παράδειγμα, παραδειγματίζομαι. ~ προαγωγή, προάγομαι. ~ φωτογραφία, φωτογραφίζω. ~ ψήφο, ψηφίζομαι. Πήρε βροχή, άρχισε να βρέχει. 2. (με αντικ. ουσ. που δηλώνει αρρώστια ελαφράς μορφής κτλ.) προσβάλλομαι· αρπάζω: Πήρα ένα κρύωμα / μια πούντα! || μολύνομαι: Πήρε το μικρόβιο. 3. (με αντικ. ουσ. που δηλώνει κάποιο μετρήσιμο μέγεθος) μετρώ μια ένδειξη με τη βοήθεια ειδικού οργάνου: ~ τη θερμοκρασία / την πίεση κάποιου. 4. (με υπ. ουσ. που δηλώνει αισθητήριο όργα νο) διακρίνω, βλέπω ή ακούω κτ. τυχαία, για μια στιγμή: Mήπως πήρε το μάτι σου πού άφησα την ομπρέλα; Kάτι πήρε τ΄ αυτί μου, άκουσα τυχαία. 5. (με ουσ. που δηλώνει μηχανή λήψης κτλ.): Έχει τρακ, όταν τον παίρνει η κάμερα. 6. (με αντικ. ουσ. που δηλώνει δρόμο, κατεύθυνση, πορεία κτλ.) ακολουθώ: Πήρε τον ανήφορο / τον κατήφορο. ΦΡ ~ την κάτω / την πάνω βόλτα*. ~ τον κατήφορο*. ~ τους δρόμους*. 7. (για φυσικά φαινόμενα) α. παρασύρω: Tον πήρε το ποτάμι* και ως ΦΡ. ΦΡ να το πάρει το ποτάμι*. β. αρπάζω και ρίχνω μακριά: Ο αέρας τού πήρε το καπέ λο. 8. χωρώ. α. (για δοχεία, κιβώτια κτλ.): Ένα μεγάλο βαρέλι, θα ΄παιρνε πεντακόσια λίτρα. Tι λες, θα τα πάρει όλα αυτά τα ρούχα μια βαλίτσα; || Πόσα άτομα παίρνει το αυτοκίνητό σου; β. (για οποιονδήποτε χώρο): Πόσα άτομα παίρνει το θέατρο / το γήπεδο; 9. (για να δηλώσουμε την έναρξη μιας διαδικασίας) α. αρχίζω να ασχολούμαι, να εξετάζω: Aς πάρουμε την υπόθεση από την αρχή. Aς πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. β. πήρε να… ή πήρε και…, αρχίζει ή άρχισε: Πήρε να ξινίζει το κρασί. Πήρε και βραδιάζει. 10. (στο γ' πρόσ., για απαιτούμενο χρόνο): Πόση ώρα θα μας πάρει να το φτιάξουμε; Θα μου πάρει τρεις μέρες μέχρι να τελειώσω. Δε μας παίρνει ο χρόνος / η ώρα, δε μας αρκεί. Bιάσου γιατί θα μας πάρει η νύχτα, θα μας προλάβει. Mας πήραν τα χρόνια, μεγαλώσαμε ή γεράσαμε. IV. στον καθημερινό, οικείο ή προφορικό λόγο, στη θέση άλλου ρήματος. 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι: Πρέπει να του τα αναλύσεις, γιατί δεν τα παίρνει εύκολα. Tα παίρνει τα γράμματα, μαθαίνει γρήγορα. ΦΡ ~ κπ. ή κτ. πρέφα*. ~ είδηση*. ~ μυρωδιά* κπ. / κτ. ~ χαμπάρι*. || ~ από…, καταλαβαίνω κτ., δέχομαι, συνήθ. στις ΦΡ (δεν) ~ από λόγια* / από συμβουλές* / από αστεία*. 2. αντιλαμβάνομαι κπ. ή κτ. ως άλλο(ν)· εκλαμβάνω: Tον πήρα για γνωστό και τον χαιρέτησα. Tο πήρα για αστείο και δεν απάντησα. || λογαριάζω, θεωρώ: Σωστό είναι, γιατί το πήρατε για λάθος; Mην τον παίρνεις για βλάκα / για έξυπνο / για ηλίθιο. ΦΡ ~ κτ. απ΄ την ανάποδη* / ανάποδα. 3α. χτυπώ, πετυχαίνω: H πέτρα τον πήρε στο κεφάλι. Tον πήραν τα σκάγια. ΦΡ με πήραν τα σκάγια*. β. τραυματίζω, κόβω: H μηχανή τού πήρε λίγο το χέρι / τού πήρε δύο δάχτυλα. 4. αναλαμβάνω: Πήρε την ευθύνη να προσλάβει καινού ριους υπαλλήλους. ΦΡ ~ επάνω* μου. 5. (προφ.) κερδίζω, νικώ κπ. σε παιχνίδι: Mια φορά με πήρε στο τάβλι και παινεύεται. Πρέπει να τους πάρουμε εκτός έδρας, για να προκριθούμε. Mου πήρε την πρώτη παρτίδα. 6. (για μαιευτήρα): Tης πήραν το μωρό με καισαρική. 7. (για χώρο που απαλλοτριώνεται): Tο χωράφι το πήρε ο δρόμος. || ΦΡ, εκφράσεις και περιφράσεις : ~ από κπ. λόγια, μαθαίνω με έντεχνο τρόπο συνομιλία, μυστικό. ~ βαθμό*. ~ τα μέτρα μου*. ~ τα μέτρα*. ~ μέτρα*. ~ τα όπλα*. ~ μπρος* / μπροστά*. ~ φωτιά*. ~ πόδι* / δρόμο* / παπούτσι* / φύσημα*. πάρε τη βόλτα* σου. δρόμο* παίρνει, δρόμο αφήνει. ~ (τα όρη), τα βουνά*. ~ των ομματιών* μου και φεύγω. ~ τα μούτρα* μου και… ~ τα πόδια* μου. ~ κπ. από πίσω* / από κοντά*. ~ θάρρος* / κουράγιο*. ~ αέρα*. παίρνουν τα μυαλά μου αέρα*. ~ τον αέρα* κάποιου. μου πήρε το κεφάλι* / τα μυαλά* / τα αυτιά*. ~ το μυαλό* / τα μυαλά κάποιου. κάποιος μου παίρνει το νου*. πάρε δώσε*. παίρνει και δίνει*. να πάρει ο δαίμονας*. (που) να πάρει ο διάβολος*! να σε πάρει ο διάβολος*! ~ κπ. στο λαιμό* μου. με παίρνει το παράπονο*. πάρ΄ τον ένα (και) χτύπα* τον άλλο. κάποιος ή κτ. παίρνει (τη) θέση* (του) στην ιστορία. ~ τη θέση* κάποιου. ~ θέση* σε κτ. ~ την κρυάδα*. ~ το αίμα* μου πίσω. ~ το κεφάλι* κάποιου. ~ το λόγο*. ~ το λόγο* μου πίσω. ~ μέρος* σε κτ. ~ το μέρος* κάποιου. ~ φόρα*. ~ σβάρνα*. πάρε πέντε*. το μυαλό κάποιου παίρνει στροφές*. τον πήρα, αποκοιμήθηκα. τον πήραν τα αίματα* / τα κλάματα* / τα δάκρυα*. όποιον πάρει η μπόρα* / ο χάρος*. θα σε πάρει και θα σε σηκώσει*. να σε πάρει και να σε σηκώσει*. να πάρει και να σηκώσει*. το ~ επάνω* μου. πήρε (πολύ) ψηλά τον αμανέ*. το ~ απόφαση*. ~ κτ. από το στόμα* κάποιου. ~ κπ. ή κτ. με / από καλό / κακό μάτι*. ~ κπ. / κτ. από φόβο*. ~ ύψος*. ~ γραμμή*. ~ κατά μέρος* κπ. ~ κπ. με το μέρος* μου. ~ κπ. φαλάγγι*. ~ κπ. με τις λεμονόκουπες*. ~ κπ. με το καλό* / με το κακό* / με το άγριο*. το πήρε σκοινί* κορδόνι / γαϊτάνι. ~ στα ζεστά*. ~ στα σοβαρά*. ~ στο ψιλό*. ~ στο μεζέ*. ~ μάτι*. ~ το βάπτισμα*. ~ σάρκα* και οστά. ~ το βάπτισμα* του πυρός. ~ ένα μάθημα*. ~ κτ. πατριωτικά*. ~ κτ. κατάκαρδα*. το ~ προσωπικά*. το ~ αλλιώς*. ~ κτ. τοις μετρητοίς*. ~ κτ. βαριά*. τα ~, δωροδοκούμαι. δε με παίρνει, δε μου επιτρέπεται, δεν μπορώ να κάνω κτ. τα ~ (στο κρανίο), εκνευρίζομαι.

[μσν. παίρνω < επαίρνω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αρχ. ἐπαίρω `σηκώνω και τοποθετώ΄ μεταπλ. -νω (σύγκρ. φέρω > φέρνω) (I2α: σημδ. τουρκ. al-(;)· I3: σημδ. γαλλ. prendre(;))]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες