Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέντε
3 εγγραφές [1 - 3]
πέντε [pénde] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από πέντε (5) μονάδες: ~ μονάδες / δεκάδες / εκατοντάδες / χιλιάδες / εκατομ μύρια. ~ χρόνια / μήνες / ημέρες. ~ δάχτυλα του χεριού. (έκφρ.) πάρε ~, έκφραση που συνοδεύει τη μούντζα. κόλλα* ~. ~ λεπτά*. ΦΡ μου πάει ~ ~, τρομάζω πολύ, φοβάμαι, δειλιάζω. μένω / αφήνω κπ. στους ~ δρόμους*. σκορπίζω στους ~ ανέμους*. ΠAΡ ΦΡ τώρα που βρήκαμε πα πά*, να θάψουμε πέντ΄ έξι. ΠAΡ Kάλλιο ~ και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρει*. || (αντί του τακτικού πέμπτος): Στη σελίδα ~. Στις ~ του μήνα, την πέμπτη μέρα του. Στις ~ (η ώρα), για προσδιορισμό της ώρας. Θα έρθω στις ~ παρά ~ (λεπτά). ΦΡ (στο) παρά ~, την τελευταία στιγμή: Πρόλαβε στο παρά ~. 2. (ως ουσ.) το πέντε: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Tέσσερα κι ένα κάνουν ~. Ελληνικό / αραβικό / λατινικό ~. Δεν μπορεί να γράψει το ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Έγραψε για ~. Πήρε ~ στα Mαθηματικά. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει πέντε σημεία): Tο ~ σπαθί. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό πέντε: Παίρνω το ~, για λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Mένω στο ~, για σπίτι ή δωμάτιο ξενοδοχείου. δ. το ~ (΄05), αντί 1905: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία πέντε (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~.

[αρχ. πέντε]

πεντελικός -ή -ό [pendelikós] Ε1 : που έχει σχέση με το βουνό Πεντέλη και ιδίως που προέρχεται από αυτό: Πεντελικό μάρμαρο / κάλλος.

[λόγ. Πεντέλ(η) -ικός (σύγκρ. ελνστ. Πεντελικόν ὄρος `Πεντέλη΄)]

πεντέξι [pendéksi] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (προφ.) πέντε ή έξι περίπου: ~ άνθρωποι. Σε ~ μέρες.

[πέντ(ε) + έξι με αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες