Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάντοτε [pándote] επίρρ. χρον. : 1. με αναφορά σε κάθε χρονική στιγμή· πάντα: Θα σας είμαι ~ ευγνώμων. ~ βρίσκεται κάποιος στο σπίτι, συνεχώς. Tο έχω ~ μαζί μου. ~ εξυπηρετικός και χαρούμενος, κάθε φορά, οποιαδήποτε στιγμή. Στάθηκε ~ στο πλευρό τους. Kαι τώρα και ~. 2. με προηγούμενη αναφορική εναντιωματική ή παραχωρητική πρόταση: Όσο και να προσέχεις, άνθρωπος είσαι, ~ κάτι μπορεί να ξεχάσεις. Mολονότι ούτε καν τους έγραψε, αυτοί ~ τον περιμένουν. 3. ~ όταν, σε δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις που εκφράζουν αόριστη επανάληψη· κάθε φορά που: ~ όταν ακούω αυτή τη μουσική, μελαγχολώ.
[λόγ. < αρχ. πάντοτε]