Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- ούτω [úto] επίρρ. : (λόγ.) μόνο στις εκφράσεις και ~ καθεξής*. ~ πως, έτσι ακριβώς.
[λόγ. < αρχ. οὕτω]
- ούτως [útos] επίρρ. : (λόγ.) έτσι, στις εκφράσεις ~ ώστε, έτσι ώστε, για να, με αποτέλεσμα: Ξεκίνησα να διαβάζω από το Mάρτιο, ~ ώστε να είμαι έτοιμος για τις εξετάσεις του Iουνίου. ~ ή άλλως*.
[λόγ. < αρχ. οὕτως]



