Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουρώ
1 εγγραφή
ουρώ [uró] Ρ10.9α : αποβάλλω τα ούρα από την ουροδόχο κύστη με το φυσιολογικό τρόπο· κατουρώ.

[λόγ. < αρχ. οὐρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες