Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ουρανοξύστης
1 item total
ουρανοξύστης ο [uranoksístis] Ο10 : χαρακτηρισμός κτιρίων που έχουν πολλές δεκάδες ορόφων, ενώ το ύψος τους ξεπερνά κατά πολύ το συνηθισμένο: Οι ουρανοξύστες της Nέας Yόρκης.

[λόγ. ουρανο- + ξυσ- (ξύνω) -της μτφρδ. αγγλ. sky-scraper]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go