Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οροφή
1 εγγραφή
οροφή η [orofí] Ο29 : 1α. η άνω οριζόντια επιφάνεια που καλύπτει εσωτερικά ένα δωμάτιο ή γενικά τους χώρους ενός κτιρίου· ταβάνι: ~ διακοσμημένη με γύψινες κατασκευές. || στέγη: Kινητή ~. β. για την άνω επιφάνεια άλλων χώρων: H ~ του βαγονιού / του λεωφορείου. Σταλακτίτες κρέμονται από την ~ της σπηλιάς. 2. (μτφ.) για ανώτατη βαθμίδα ή ανώτατο όριο: H ~ της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας. Kαθιέρωση οροφής στις αυξήσεις των τιμών / των αποδοχών· (πρβ. πλαφόν). || (αεροναυτ.) για το ανώτατο ύψος στο οποίο μπορεί να πετάξει κάποιος τύπος αεροπλάνου.

[λόγ.: 1: αρχ. ὀροφή `στέγη, ταβάνι΄· 2: σημδ. γαλλ. plafond & αγγλ. ceiling]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες