Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ορολογία
1 item total
ορολογία η [orolojía] Ο25 : το σύνολο των ειδικών όρων που χρησιμοποιούνται σε μια επιστήμη, τέχνη, τεχνική ή άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα: Επιστημονική / τεχνική ~. Iατρική / νομική / γλωσσολογική ~. Γνώ ση της ορολογίας. Ελληνική / διεθνής ~.

[λόγ. όρ(ος)3 -ο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. terminologie (-logie = -λογία)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go