Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ορθότητα η [orθótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα αυτού που είναι ορθός, σωστός, όχι εσφαλμένος: H ~ μιας γνώμης / μιας ενέργειας. Aμφισβητήθηκε η ~ της δικαστικής απόφασης.
[λόγ. < αρχ. ὀρθότης, αιτ. -ητα]



