Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ορειβασία
1 item total
ορειβασία η [orivasía] Ο25 : ανέβασμα ή αναρρίχηση σε βουνό: Kάνω ~. Tου αρέσει η ~. || σπορ που συνίσταται στην αναρρίχηση σε κορυφές βουνών ή στο πέρασμα από δύσβατα ορεινά σημεία· αλπινισμός: Aσχολείται με την ~. Σύνεργα / τεχνική της ορειβασίας.

[λόγ. < ελνστ. ὀρειβασία `περιπλάνηση στα βουνά΄ σημδ. αγγλ. mountaineering ή γερμ. Bergsteigen]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go