Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ολόγιομος -η -ο [olójomos] & ολόγεμος -η -ο [olójemos] Ε5 : (λογοτ.) που είναι εντελώς γεμάτος: Ολόγιομο ποτήρι. Tο ολόγιομο φεγγάρι, η πανσέληνος.
[-γεμ-: μσν. ολόγεμος < ολο- + αρχ. γέμ(ω) `γεμίζω΄ -ος ή ολο- + γέμος το < γεμ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)· -γιομ-: [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] ]



