Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ολοκλήρωση
1 item total
ολοκλήρωση η [oloklírosi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ολοκληρώνω: H ~ του έργου / της σκέψης. H πνευματική και ηθική ~ του ανθρώπου. 2. (μαθημ.) σειρά μαθηματικών πράξεων που αφορούν ένα ολοκλήρωμα ή μία διαφορική εξίσωση.

[λόγ.: 1: ολοκληρω- (δες ολοκληρώνω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ὁλοκλήρωσις `πλήρης ανάρρωση΄)· 2: σημδ. γαλλ. intégrale]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go