Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οινόπνευμα
5 εγγραφές [1 - 5]
οινόπνευμα το [inópnevma] Ο49 : εύφλεκτο υγρό που υπάρχει ως βασικό συστατικό σε αλκοολούχα ποτά (κρασί, ούζο, μπίρα κτλ.) και γενικά σε προϊόντα ζύμωσης· αλκοόλ: Φυσικό / βιομηχανικό ~. Περιεκτικότητα ενός ποτού σε ~. Συχνά αλκοτέστ σε οδηγούς για τη διαπίστωση ύπαρξης οινοπνεύματος στο αίμα. Kαθαρό ~, για ιατρική χρήση. || Φωτιστικό ~. Kαμινέτο που καίει ~. || (επέκτ.) για κάθε οινοπνευματώδες ποτό· αλκοόλ.

[λόγ. οινο- + πνεύμα μτφρδ. παλ. γαλλ. esprit, esprit-de-vin]

οινοπνευματικός -ή -ό [inopnevmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο οινόπνευμα: Οινοπνευματική ζύμωση.

[λόγ. οινοπνευματ- (οινόπνευμα) -ικός]

οινοπνευματόμετρο το [inopnevmatómetro] Ο42 : ειδικό όργανο για τη μέτρηση του βαθμού περιεκτικότητας οινοπνεύματος σε οινοπνευματώδη ποτά.

[λόγ. οινοπνευματ- (οινόπνευμα) -ο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. alcoo mètre (-mètre = -μετρον)]

οινοπνευματούχος -α / -ος -ο [inopnevmatúxos] Ε14 : αλκοολούχος, οινοπνευματώδης.

[λόγ. οινοπνευματ- (οινόπνευμα) + -ούχος]

οινοπνευματώδης -ης -ες [inopnevmatóδis] Ε11 : (ιδ. για ποτό) που περιέχει οινόπνευμα· αλκοολούχος: Οινοπνευματώδη ποτά. || (συχνά ως ουσ.) τα οινοπνευματώδη, τα οινοπνευματώδη ποτά: Kρασί, ούζο, μπίρα και άλλα οινοπνευματώδη. Aύξηση της κατανάλωσης οινοπνευματωδών.

[λόγ. οινοπνευματ- (οινόπνευμα) -ώδης απόδ. γαλλ. alcoolique]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες