Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- οικουμένη η [ikuméni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : ολόκληρη η γη· υφήλιος, κόσμος: Tαξίδεψε ως τα πέρατα της οικουμένης. Δεν ξανάγινε τέτοιο πράγ μα σε ολόκληρη την ~.
[λόγ. < αρχ. οἰκουμένη (ενν. γῆ) ουσιαστικοπ. θηλ. μπε. του ρ. οἰκῶ]



