Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οικοσκευή
1 item total
οικοσκευή η [ikoskeví] Ο29 : το σύνολο των κινητών αντικειμένων (έπιπλα, σκεύη κτλ.) που συνήθ. υπάρχουν σε κάθε σπίτι· νοικοκυριό: Mετανάστες που επιστρέφουν οριστικά στην πατρίδα μπορούν να φέρουν χωρίς δασμό την ~ τους.

[λόγ. < ελνστ. οἰκοσκευή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go