Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οικοπεδούχος
1 item total
οικοπεδούχος ο [ikopeδúxos] Ο18 θηλ. οικοπεδούχος [ikopeδúxos] Ο35 : ιδιοκτήτης οικοπέδου: Οι οικοπεδούχοι μιας πολυκατοικίας, αυτοί στους οποίους ανήκε το οικόπεδο πριν χτιστεί η πολυκατοικία.

[λόγ. οικόπεδ(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go