Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικονομώ
1 εγγραφή
οικονομώ [ikonomó] & -άω Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β : 1. (οικ.) α. αποκτώ χρήματα ιδίως ως μισθό ή ημερομίσθιο: Οικονομάει τετρακόσιες χιλιάδες το μή να. ΦΡ τα οικονομάω, κερδίζω αρκετά χρήματα. είναι οικονομημένος, έχει αρκετά χρήματα. β. πετυχαίνω να αποκτήσω ή να προμηθευτώ κτ.: Πού το οικονόμησες αυτό το αμάξι; Kοίτα να οικονομήσεις και για μένα κανένα εισιτήριο. 2α. χρησιμοποιώ κτ. συνετά ή προγραμματισμένα: Ξέρει να οικονομάει το χρόνο / τις δυνάμεις του. β. περιλαμβάνω κτ. σε ένα σύνολο: Στο βιβλίο έχουν οικονομηθεί πολλές χρήσιμες πληροφορίες. γ. τακτοποιώ κτ.

[1: αρχ. οἰκονομῶ· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. économiser < économe (δες στο οικονόμος2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες