Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οδόφραγμα
1 item total
οδόφραγμα το [oδófraγma] Ο49 : εμπόδιο μέσα σε δρόμο, το οποίο κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και χρησιμοποιείται ως πρόχειρο οχύρωμα ιδίως σε οδομαχίες: Ο λαός του Παρισιού επαναστάτησε και έστησε οδοφράγματα. Σκοτώθηκε στα οδοφράγματα.

[λόγ. οδο- + φράγμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go