Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οδοντιατρείο
1 item total
οδοντιατρείο το [oδondiatrío] Ο39 : το ιατρείο του οδοντίατρου, ο χώρος όπου δέχεται και εξετάζει τους ασθενείς του.

[λόγ. οδοντ(ο)- + ιατρείον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go