Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ογδοηκοστός
1 item total
ογδοηκοστός -ή -ό [oγδoikostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός ογδόντα: Πέθανε στο ογδοηκοστό έτος της ηλικίας του, ογδόντα χρονών. Στην ογδοηκοστή σελίδα του βιβλίου. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον εβδομηκοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την ογδοηκοστή θέση. II. (ως ουσ.): Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1. (μαθημ.) η ογδοηκοστή, η ογδοηκοστή δύναμη. 2. το ογδοηκοστό, το ένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < αρχ. ὀγδοηκοστός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go