Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οβελίσκος
1 item total
οβελίσκος ο [ovelískos] Ο18 : τετράπλευρη και συνήθ. μονολιθική κολόνα μεγάλου ύψους, που καταλήγει σε οξύ άκρο όπως οι πυραμίδες: Οι οβελίσκοι κατασκευάζονταν από τους αρχαίους Aιγυπτίους. Οβελίσκοι που κοσμούν σήμερα ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

[λόγ. < ελνστ. ὀβελίσκος, αρχ. σημ.: `μικρή σούβλα΄ (δες στο οβελίας)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go