Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οίνος
1 εγγραφή
οίνος ο [ínos] Ο18 : (λόγ.) το κρασί: Ξηρός* ~. || (εκκλ.): Ο άρτος και ο ~, το ψωμί και το κρασί που αγιάζονται και χρησιμοποιούνται στη Θεία Ευχαριστία. (έκφρ.) ~ ευφραίνει* καρδίαν ανθρώπου.

[λόγ. < αρχ. οrνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες