Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξύστρα
1 item total
ξύστρα η [ksístra] Ο25 & ξυστήρα η [ksistíra] Ο26 : μικρό μεταλλικό ή πλαστικό αντικείμενο με ενσωματωμένη λεπίδα για το ξύσιμο των μολυβιών.

[ξυσ- (ξύνω) -τρα (πρβ. αρχ. ξύστρα `ξυστήρα του μπάνιου΄)· ξυστήρ(ι) μεγεθ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go