Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξόανο το [ksóano] Ο41 : 1.ξύλινο λατρευτικό άγαλμα. 2. (μτφ., υβρ.) α. για άνθρωπο ανόητο, χαζό: Kαθόταν σε μια γωνιά σαν ~. Πώς μιλάς έτσι, βρε ~! β. για άνθρωπο άσχημο.
[λόγ. < αρχ. ξόανον]